«Όταν ο Ζαρατούστρα έγινε τριάντα χρονών, εγκατέλειψε τον τόπο του και τη λίμνη του κι ανέβηκε στα βουνά. Εκεί απόλαυσε το πνεύμα του και την μοναξιά του, και για δέκα χρόνια δεν κουράστηκε απ' αυτά. Μα στο τέλος η καρδιά του άλλαξε, κι ένα πρωί σηκώθηκε με την αυγή, στάθηκε μπρος στον ήλιο και του μίλησε:
"Ω εσύ μεγάλο άστρο! Ποια θα ήταν η ευτυχία σου, αν δεν είχες αυτούς για τους οποίους λάμπεις; Ερχόσουνα ως την σπηλιά μου για δέκα χρόνια. Θα είχες βαρεθεί το φως σου και αυτό το ταξίδι αν δεν ήμουνα εγώ, ο αητός μου και το φίδι μου.
Αλλά εμείς σε περιμέναμε κάθε πρωί, παίρναμε από σένα το περίσσευμά σου και σ' ευλογούσαμε γι' αυτό. Αλλά… Μου έγινε βάρος πια η σοφία μου και σα μια μέλισσα που μάζεψε πολύ μέλι, έχω ανάγκη από χέρια που ν' απλώνονται σ’ εμένα για να την πάρουν.
Θα μου άρεσε να δώσω και να μοιράσω τη σοφία μου, μέχρι που οι σοφοί να γίνουν πάλι χαρούμενοι μέσα στον παραλογισμό τους, και οι φτωχοί να γίνουν ευτυχείς μέσα στα πλούτη τους.
Θα πρέπει, λοιπόν, να κατέβω προς τα βάθη, όπως κι εσύ που κάθε βράδυ πηγαίνεις πίσω από τη θάλασσα και δίνεις το φως σου στον κάτω κόσμο, ω άστρο της υπέρτατης αφθονίας.
Όπως κι εσύ, πρέπει κι εγώ να κατεβώ στους ανθρώπους. Ευλόγησέ με, λοιπόν, γαλήνιο βλέμμα, εσύ που μπορείς να βλέπεις χωρίς φθόνο ακόμα και την πιο μεγάλη ευτυχία.
Ευλόγησε την κούπα που πρόκειται να ξεχειλίσει, έτσι που τα νερά να ξεχυθούν από αυτήν χρυσά, αντανακλώντας την ευδαιμονία σου σ’ ολόκληρο τον κόσμο.
Ω ναι. Αυτή η κούπα πάλι θ’ αδειάσει κι ο Ζαρατούστρα θα γίνει ξανά άνθρωπος."
Έτσι ξεκίνησε η κάθοδος του Ζαρατούστρα» .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου