Τα παιδιά του Πειραιά
Aπ' το παράθυρό μου στέλνω
ένα δύο και τρία και τέσσερα φιλιά
που φτάνουν στο λιμάνι
ένα και δύο και τρία και τέσσερα πουλιά
Πώς ήθελα να είχα ένα και δύο
και τρία και τέσσερα παιδιά
που σαν θα μεγαλώσουν όλα
θα γίνουν λεβέντες για χάρη του Πειραιά
ένα δύο και τρία και τέσσερα φιλιά
που φτάνουν στο λιμάνι
ένα και δύο και τρία και τέσσερα πουλιά
Πώς ήθελα να είχα ένα και δύο
και τρία και τέσσερα παιδιά
που σαν θα μεγαλώσουν όλα
θα γίνουν λεβέντες για χάρη του Πειραιά
Όσο κι αν ψάξω, δεν βρίσκω άλλο λιμάνι
τρελή να με 'χει κάνει, όσο τον Πειραιά
Που όταν βραδιάζει, τραγούδια μ' αραδιάζει
και τις πενιές του αλλάζει, γεμίζει από παιδιά
Aπό την πόρτα μου σαν βγω
δεν υπάρχει κανείς που να μην τον αγαπώ
και σαν το βράδυ κοιμηθώ, ξέρω πως
ξέρω πως, πως θα τον ονειρευτώ
Πετράδια βάζω στο λαιμό, και μια χά-
και μια χά-, και μια χάντρα φυλακτό
γιατί τα βράδια καρτερώ, στο λιμάνι σαν βγω
κάποιον άγνωστο να βρω
τρελή να με 'χει κάνει, όσο τον Πειραιά
Που όταν βραδιάζει, τραγούδια μ' αραδιάζει
και τις πενιές του αλλάζει, γεμίζει από παιδιά
Aπό την πόρτα μου σαν βγω
δεν υπάρχει κανείς που να μην τον αγαπώ
και σαν το βράδυ κοιμηθώ, ξέρω πως
ξέρω πως, πως θα τον ονειρευτώ
Πετράδια βάζω στο λαιμό, και μια χά-
και μια χά-, και μια χάντρα φυλακτό
γιατί τα βράδια καρτερώ, στο λιμάνι σαν βγω
κάποιον άγνωστο να βρω
Αγάπη που γινες δίκοπο μαχαίρι..
Αγάπη που 'γινες δίκοπο μαχαίρι
κάποτε μου 'δινες, μόνο τη χαρά
μα τώρα πνίγεις τη χαρά στο δάκρυ
δε βρίσκω άκρη, δε βρίσκω γιατρειά
Φωτιές ανάβουνε μες στα δυο του μάτια
τ' αστέρια σβήνουνε όταν με θωρεί
σβήστε τα φώτα σβήστε το φεγγάρι
σαν θα με πάρει τον πόνο μου μη δει
κάποτε μου 'δινες, μόνο τη χαρά
μα τώρα πνίγεις τη χαρά στο δάκρυ
δε βρίσκω άκρη, δε βρίσκω γιατρειά
Φωτιές ανάβουνε μες στα δυο του μάτια
τ' αστέρια σβήνουνε όταν με θωρεί
σβήστε τα φώτα σβήστε το φεγγάρι
σαν θα με πάρει τον πόνο μου μη δει
Στέλλα φύγε! Φύγε Στέλλα, θα σε σκοτώσω!
Στέλλα δεν άκουσες; Κρατάω μαχαίρι!
Πες μου πως μετάνοιωσες και θα με παντρευτείς και το πετάω...
Γιατί δε φεύγεις; Γιατί;
Ο κυρ Αντώνης
Ο Κυρ Αντώνης πάει καιρός που ζούσε στην αυλή
μ'ένα κανάτι μ'ένα κρεβάτι και με κρασί πολύ
είχε δυο μάτια γαλανά κι αχτένιστα μαλλιά
κι ένα λουλούδι πάντα φορούσε στα ρούχα τα παλιά
Αχ κυρ Αντώνη πως σ' αγαπάμε
και μαζί σου τ'άστρα μετράμε
τις φωτιές για σένα πηδάμε
ώσπου να 'ρθει η βροχή.
Και τον καημό σου πάντα ξεχνάμε
σαν πουλιά μαζί τριγυρνάμε
σαν παιδιά μαζί σου γελάμε
σαν κάνεις προσευχή
Ο κυρ Αντώνης βιάζεται να πάει να κοιμηθεί
γιατί το βράδυ στα όνειρά του θέλει να θυμηθεί
ότι ποτέ δεν έζησε, μες στο όνειρό του ζει
μα η νύχτα φεύγει και λυπημένο τον βρίσκει η χαραυγή
Μα ένα βράδυ ο κυρ Αντώνης στρώνει να κοιμηθεί
κι εμείς ξυπνάμε τον καρτεράμε στην πόρτα να φανεί
Μα ο κυρ Αντώνης δεν θα βγεί ποτέ του στην αυλή
αφού για πάντα μες στο όνειρό του θέλησε πια να ζει.
μ'ένα κανάτι μ'ένα κρεβάτι και με κρασί πολύ
είχε δυο μάτια γαλανά κι αχτένιστα μαλλιά
κι ένα λουλούδι πάντα φορούσε στα ρούχα τα παλιά
Αχ κυρ Αντώνη πως σ' αγαπάμε
και μαζί σου τ'άστρα μετράμε
τις φωτιές για σένα πηδάμε
ώσπου να 'ρθει η βροχή.
Και τον καημό σου πάντα ξεχνάμε
σαν πουλιά μαζί τριγυρνάμε
σαν παιδιά μαζί σου γελάμε
σαν κάνεις προσευχή
Ο κυρ Αντώνης βιάζεται να πάει να κοιμηθεί
γιατί το βράδυ στα όνειρά του θέλει να θυμηθεί
ότι ποτέ δεν έζησε, μες στο όνειρό του ζει
μα η νύχτα φεύγει και λυπημένο τον βρίσκει η χαραυγή
Μα ένα βράδυ ο κυρ Αντώνης στρώνει να κοιμηθεί
κι εμείς ξυπνάμε τον καρτεράμε στην πόρτα να φανεί
Μα ο κυρ Αντώνης δεν θα βγεί ποτέ του στην αυλή
αφού για πάντα μες στο όνειρό του θέλησε πια να ζει.
Σε πότισα Ροδόσταμο
Στον άλλο κόσμο που θα πας
κοίτα μη γίνεις σύννεφο
κοίτα μη γίνεις σύννεφο
κι άστρο πικρό της χαραυγής
και σε γνωρίσει η μάνα σου
που καρτερεί στην πόρτα
Σε πότισα ροδόσταμο
με πότισες φαρμάκι
της παγωνιάς αητόπουλο
της ερημιάς γεράκι
Πάρε μια βέργα λυγαριά
μια ρίζα δεντρολίβανο
μια ρίζα δεντρολίβανο
και γίνε φεγγαροδροσιά
να πέσεις τα μεσάνυχτα
στη διψασμένη αυλή σου
κοίτα μη γίνεις σύννεφο
κοίτα μη γίνεις σύννεφο
κι άστρο πικρό της χαραυγής
και σε γνωρίσει η μάνα σου
που καρτερεί στην πόρτα
Σε πότισα ροδόσταμο
με πότισες φαρμάκι
της παγωνιάς αητόπουλο
της ερημιάς γεράκι
Πάρε μια βέργα λυγαριά
μια ρίζα δεντρολίβανο
μια ρίζα δεντρολίβανο
και γίνε φεγγαροδροσιά
να πέσεις τα μεσάνυχτα
στη διψασμένη αυλή σου
Ιλισσός
Πώς τον λεν, πώς τον λεν
τον ποταμό;
Ιλισσό, Ιλισσό.
Να σου πω το μικρό μου μυστικό.
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ.
Τα μωρά φωνάζουν τη μαμά τους,
μα εγώ είμαι έρμο κι ορφανό.
Τα πουλιά πετούν με τα φτερά τους,
μα εγώ πετώ μες στο χορό.
Πώς τον λεν, πώς τον λεν
τον ποταμό;
Ιλισσό, Ιλισσό.
Να σου πω το μικρό μου μυστικό.
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ.
Κάθε κοπέλα θέλει
να 'χει φίλο τον όμορφο Τέλη
και να βγαίνει μαζί του τα βράδια,
να 'χει χάδια, να 'χει χάδια.
Όμως καθ' ένας γνωρίζει
πως ο Τέλης πολύ συνηθίζει
κάθε βράδυ κορίτσι ν' αλλάζει,
δε με νοιάζει, δε με νοιάζει.
Πώς τον λεν, πώς τον λεν
τον ποταμό;
Ιλισσό, Ιλισσό.
Να σου πω το μικρό μου μυστικό.
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ.
Τα μωρά φωνάζουν τη μαμά τους,
μα εγώ είμαι έρμο κι ορφανό.
Τα πουλιά πετούν με τα φτερά τους,
μα εγώ πετώ μες στο χορό.
τον ποταμό;
Ιλισσό, Ιλισσό.
Να σου πω το μικρό μου μυστικό.
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ.
Τα μωρά φωνάζουν τη μαμά τους,
μα εγώ είμαι έρμο κι ορφανό.
Τα πουλιά πετούν με τα φτερά τους,
μα εγώ πετώ μες στο χορό.
Πώς τον λεν, πώς τον λεν
τον ποταμό;
Ιλισσό, Ιλισσό.
Να σου πω το μικρό μου μυστικό.
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ.
Κάθε κοπέλα θέλει
να 'χει φίλο τον όμορφο Τέλη
και να βγαίνει μαζί του τα βράδια,
να 'χει χάδια, να 'χει χάδια.
Όμως καθ' ένας γνωρίζει
πως ο Τέλης πολύ συνηθίζει
κάθε βράδυ κορίτσι ν' αλλάζει,
δε με νοιάζει, δε με νοιάζει.
Πώς τον λεν, πώς τον λεν
τον ποταμό;
Ιλισσό, Ιλισσό.
Να σου πω το μικρό μου μυστικό.
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ.
Τα μωρά φωνάζουν τη μαμά τους,
μα εγώ είμαι έρμο κι ορφανό.
Τα πουλιά πετούν με τα φτερά τους,
μα εγώ πετώ μες στο χορό.
Όταν η Μελίνα συνάντησε τον Ρίτσο: http://tzeni-tzeni.blogspot.com/2011/02/blog-post_26.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου