I'm the storm. The storm you fear to deal with. In your minds, the death of sanity. In your lives, the misery always reigns. In your eyes the total absence of light. Death is my reason to exist. Time is my worst of all enemies. Life is my doom for the years to come.
Deathly Seduction
Άγγελοι χάραξαν δρόμο για την αγκαλιά σου, νεράιδες άκουσαν το κάλεσμα σου, αστέρια ερωτεύτηκαν με τ' άγγιγμα σου, μάγισσες υποσχέθηκαν να με φέρουν κοντά σου...
Καληνύχτα...
«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Όχι, δε θαρθω. Καληνύχτα. εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί επιτέλους, πρέπει να βγω από αυτό το τσακισμένο σπίτι. Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, -όχι, όχι το φεγγάρι - την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου, την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της την πολιτεία που όλους μας αντέχει στην ράχη της με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις ώχτρες μας, με τις φιλοδοξίες, την άγνοιά μας και τη γερατειά μας,-να ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας, να μην ακούω πια τα βήματά σου μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα.
Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2009
Η Τζένη στη χώρα της Ποίησης. Αναπολώ...
Αναπολώ τις βραδιές ποίησης που διοργάνωνε ο θείος Τιμολέων στο σπίτι της γιαγιάς στο Ψυχικό.
Το σπίτι φωταγωγημένο από τους κρυστάλλινους πολυέλαιους, ο μπουφές στρωμένος με γαλλικά τραπεζομάνδηλα και φορτωμένος από τις γευστικές δημιουργίες του Νίκου Τσελεμεντέ, τα ολομέταξα χαλιά στρωμένα από τοίχο σε τοίχο, το τζάκι να καίει και τα κεριά διάσπαρτα στο χώρο να αναδύουν τα μεθυστικά τους αρώματα. Οι κυρίες τυλιγμένες σε μετάξια, σιφόν και πανάκριβα αρώματα περιφέρονταν νωχελικά στην σάλα με το ποτό τους στο χέρι. Οι πιο μοντέρνες έφεραν απο τα Παρίσια τη μόδα της πίπας-τσιγάρο στο δεξί. Στο αριστερό συνήθως φορούσαν το διαμάντι-κοτρώνα που πρόσφατα είχαν κερδίσει επάξια απο τον τρις πάμπλουτο εραστή τους ή τον τρις κερατά και κερατωμένο ταυτόχρονα σύζηγο! (Έτσι γράφονται αυτοί ε;). Οι κύριοι ντυμένοι με τα σινιέ κοστούμια τους και μαζεμένοι παρέες παρέες συζητούσαν περί πολιτικής και χαμένης ηθικής των καιρών ρίχνοντας κλεφτές λάγνες ματιές στο ντεκολτέ των καμαριέρων που περιφέρονταν με ασημένιους στα χέρια δίσκους, σερβίροντας αποκλειστικά γαλλική σαμπάνια. Ενίοτε, λάγνα βλέμματα συζήγων (καλέ πότε θα μάθω να τους γράφω αυτούς σωστά;) εισέπρατε και ο Αλκιβιάδης, ο μελαχροινός θεός που είχε για μπάτλερ-και ότι άλλο προκύψει-η γιαγιά. Αλλά αυτός πληρωνόταν αδρά για να μην τα αντιγυρίζει...
Εμείς τα παιδιά είμασταν συνήθως κρυμένα κάτω από το τραπέζι της LuisIV τραπεζαρίας, μιας και μας απαγορευόταν να συναγελαζόμαστε με τους ενηλίκους πέρα της δωδεκάτης βραδυνής. Σκασιλάρα μας εμάς οι απαγορεύσεις, βάζαμε για ύπνο την γερμανίδα γκουβερνάντα (θυμηθείτε να γράψω για την παιδική συλλογή των βιβλίων μου και ένα σχετικό με τους 100 παρά 3 τρόπους να ξεφορτωθείτε την νταντά σας...) και μαζευόμασταν κάτω από το τραπέζι κάνοντας χάζι τους μεγάλους.
Μόλις ο κούκος έκανε "κου κου" 12 φορές (βαριέμαι να γραφω "κου κου" 12 φορές, φανταστείτε το μόνοι σας) τα πάντα σταματούσαν. (Ε..καλά ..όχι και τα πάντα... Οι μπεκάτσες, οι φιλενάδες της θείας Ζωζώς και η θεία με τίποτε δεν ξεβολεύονταν από το καρέ τους...) Ο θείος Τιμόλέων ανέβαινε στην κορυφή της σκάλας και οι υπόλοιποι καλεσμένοι τριγύρω και κάτω του. Άλλοι κάθοταν στα σκαλοπάτια και άλλοι ακουμπούσαν στην κουπαστή... Όταν όλοι ήταν πλέον βολεμένοι άρχιζε ο σχωρεμένος να απαγγέλλει τα βαθυστόχαστα και μεστά νοημάτων ποιήματα του. Πολλές φορές ο θείος Τιμολέων έκλεβε...απήγγειλε και ποιήματα άλλων σημαντικών ποιητών, αλλά κανείς δεν το καταλάβαινε..Τόσο συνεπαρμένοι ήσαν.... Από τις θύμησες εκείνων των νυχτερινών σουαρέ (πλεονασμός ε;) παραθέτω ότι μου έμεινε στην μνήμη απνέμοντας έτσι ελάχιστο φόρο τιμής στον αδικοχαμένο θείο Τιμολέων που στην έξαψη της στιγμής γλύστρησε από το κεφαλόσκαλο και πάρτον τούμπα κάτω φαρδυ πλατύ πάνω στο μπουφέ με τα εδέσματα...Για το γαλλικό τραπεζομάνδηλο της γιαγιάς τι άλλο να σας πω από το : χάλια! χάλια! χάλια! Ακόμη το κλαίμε.
Ο θείος Τιμολέων απαγγέλλει τον..Σκοταδόψυχο!
Ο Σκοταδόψυχος
Από την ποιητική συλλογή του θείου Τιμολέων, «Λαίλαπες»
Φαρμάκι έχω στην ψυχή
φέρνει μαυρίλα θολερή
στα στήθια μου….
Νύχτα αξημέρωτη ξανά
Με το πιοτό της με κερνά
Ελπίδα μου!
Σκοτάδι πίνω για πιοτό
Πω! Πω! Πω! Πω!
Πω! Πω! Πω! Πω!
Ντέφι της λύσσας μου κρατώ
Πω! Πω! Πω! Πω!
Πω! Πω! Πω! Πω!
Και το μυαλό μου είναι θόλο
Πω! Πω! Πω! Πω!
Πω! Πω! Πω! Πω!
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
3 σχόλια:
Αιωνία του η μνήμη. Τουλάχιστον δεν "πήγε αδιάβαστος"
Α, σας απόλαυσα! Αλλά κυρίως έκλαψα κι εγώ το τραπεζομάντηλο. Χάλια, χάλια, χάλια! ;)
ΥΓ: Και η προηγούμενη ανάρτηση σας όμως ήταν... Την διάβασα προχτές, αλλά τώρα αξιώθηκα να σας αφήσω σχόλιο. Τι θα έλεγε γι' αυτό η γερμανίδα γκουβερνάντα σας; :)
Madame de la Luna μου, καλώς ορίσατε. Κι εγώ σας έχω απολαύσει πολλάκις.Όσο για τη γερμανίδα γκουβερνάντα μου τι να πει η σχωρεμένη; Με τον καυμό ότι δεν έβγαλε το δεύτερο Χίτλερ πήγε (ερωμένη του Γιόζεφ Γκέμπελς στα νειάτα της βλέπετε, ήταν άνθρωπος των υψηλών ιδανικών). Προσπάθησα τα μάλλα αλλά μια κακίστρο κληρονόμος ήμουν, μια κακίστρο κληρνόμος παρέμεινα. Αν μάθαινε μάλιστα πως συγγράφω και δια τις πονεμένες καρδιές του ελληνικού διαδυκτίου,αναπαμό δε θα βρισκε η ψυχούλα της.
Δημοσίευση σχολίου