Άιντε, καρδιά, αρματώνου! Τί ξαργούμε το φοβερό, μοιρογραμμένο κρίμα να το πράξουμε; Εμπρός, δόλιο μου χέρι πάρε το ξίφος, πάρε το! Πορεύου για το ξεκίνημα θλιμένης ζήσης, και μη δειλιάζεις, μη θυμάσαι αν είναι τα τέκνα αυτά χιλιάκριβα περίσσια, και πώς τα γέννησες εσύ· την ώρα ετούτη καν, τους γιους σου ξέχασε τους, κ' ύστερα θρήνα! Τί, κι αν τους σκοτώσεις, αγαπημένοι σου είταν απ' τη φύση— κ' εγώ θάν είμαι μιά δυστυχισμένη!

Deathly Seduction

Deathly Seduction

Άγγελοι χάραξαν δρόμο για την αγκαλιά σου, νεράιδες άκουσαν το κάλεσμα σου, αστέρια ερωτεύτηκαν με τ' άγγιγμα σου, μάγισσες υποσχέθηκαν να με φέρουν κοντά σου...

Καληνύχτα...


«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Όχι, δε θαρθω. Καληνύχτα. εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί επιτέλους, πρέπει να βγω από αυτό το τσακισμένο σπίτι. Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, -όχι, όχι το φεγγάρι - την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου, την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της την πολιτεία που όλους μας αντέχει στην ράχη της με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις ώχτρες μας, με τις φιλοδοξίες, την άγνοιά μας και τη γερατειά μας,-να ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας, να μην ακούω πια τα βήματά σου μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα.

Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

Όταν η Μελίνα συνάντησε τον Ρίτσο.Η σονάτα του σεληνόφωτος.


Η σονάτα του σεληνόφωτος.
 Ανοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μια ηλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στα μαύρα μιλάει σε έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Από τα δυο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω οτι η γυναίκα με τα μαύρα έχει εκδώσει δυό-τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η Γυναίκα με τα μαύρα μιλάει στον νέο.



'Αφησέ με ναρθω μαζί σου. Τί φεγγάρι απόψε! Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις. άφησέ με ναρθω μαζί σου.

Όταν έχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οι σκιές μας στο σπίτι, αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες, ένα δάχτυλο αχνο γράφει στη σκόνη του πιάνου λησμονημένα λόγια - δε θέλω να τα ακούσω. Σώπα.

Άφησέ με ναρθω μαζί σου λίγο πιο κάτου, ως τη μάντρα του τουβλάδικου, ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο τόσο αδιάφορη κι άϋλη, τόσο θετική σαν μεταφυσική που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος και η φθορά του. Άφησέ με ναρθω μαζί σου.

Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα, κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας μπορεί να φαντάζουμε κιόλας πως θα πετάξουμε, γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω το θόρυβο του φουστανιού μου, σαν το θόρυβο δυο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν, κι όταν κλείνεσαι μέσα σε αυτόν τον ήχο του πετάγματος νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου, κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα, μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους, δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου, δεν είναι τούτο η λύπη μου - η λύπη μου είναι που δεν ασπρίζει κι η καρδιά μου. Αφησέ με ναρθω μαζί σου.

Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα, μοναχός στη δόξα και στο θάνατο. Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί. Άφησέ με ναρθω μαζί σου. ..............................

Τούτο το σπίτι, παρ όλους τους νεκρούς του,
δεν εννοεί να πεθάνει.
Επιμένει να ζει με τους νεκρούς του
να ζει απ' τους νεκρούς του
να ζει απ' τη βεβαιότητα του θανάτου του
και να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς του
σ' ετοιμόρροπα κρεββάτια και ράφια.
Άφησε με να έρθω μαζί σου.
Εδώ, όσο σιγά κι αν περπατήσω μες στην άχνα της βραδιάς,
είτε με τις παντούφλες, είτε ξυπόλυτη,
κάτι θα τρίξει, - ένα τζάμι ραγίζει ή κάποιος καθρέφτης,
κάποια βήματα ακούγονται, - δεν είναι δικά μου.
Έξω, στο δρόμο μπορεί να μην ακούγονται τούτα τα βήματα, -
η μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, -
κι αν κάνεις να κοιτάξεις σ' αυτόν ή τον άλλον καθρέφτη,
πίσω απ' την σκόνη και τις ραγισματιές,
διακρίνεις πιο θαμπό και πιο τεμαχισμένο το πρόσωπό σου,
το πρόσωπο σου που άλλο δε ζήτησες στη ζωή παρά να το κρατήσεις
καθάριο κι αδιαίρετο.
Τα χείλη του ποτηριού γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτο
σαν κυκλικό ξυράφι πώς να το φέρω στα χείλη μου;
όσο κι αν διψώ, - πως να το φέρω; - Βλέπεις;
έχω ακόμη διάθεση για παρομοιώσεις, - αυτό μου απόμεινε,
αυτό με βεβαιώνει ακόμη πως δεν λείπω.
Άφησε με να έρθω μαζί σου....
Φορές-φορές, την ώρα που βραδιάζει, έχω την αίσθηση
πως έξω απ' τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης
με τη γριά βαρειά του αρκούδα
με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια
σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο
ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο
και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο
και δεν τ' αφή- νουν πιαν να βγουν έξω
μ' όλο που πίσω απ' τους τοίχους μαντεύουν
το περπάτημα της γριάς αρκούδας
κι η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της,
μην ξέροντας για πού και γιατί
έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια
να χορεύει στα πισινά της πόδια
δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της
να διασκεδάζει τα παιδιά, τους αργόσχολους, τους απαιτητικούς,
και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα
αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά,
παίζοντας έτσι το τελευταίο παιχνίδι της,
δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση,
την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων,
στους κρίκους των χειλιών της, στην ανάγκη των δοντιών της,
την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή
με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου έστω κι ενός αργού θανάτου
την τελική της ανυπακοή στο θάνατο
με τη συνέχεια και τη γνώση της ζωής
που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ τη σκλαβιά της.

«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Όχι, δε θαρθω. Καληνύχτα. εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί επιτέλους, πρέπει να βγω από αυτό το τσακισμένο σπίτι. Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, -όχι, όχι το φεγγάρι - τξν πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου, την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της την πολιτεία που όλους μας αντέχει στην ράχη της με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις ώχτρες μας, με τις φιλοδοξίες, την άγνοιά μας και τη γερατειά μας,-να ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας, να μην ακούω πια τα βήματά σου μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα.

Το δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πως κάποιο σύννεφο θακρυβε το φεγγάρι. Μονομιάς, σαν κάποιο χέρι να δυνάμωσε το ραδιόφωνο του γειτονικού μπάρ, σκούστηκε μία πολύ γνώστη μουσική φράση. Και τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε χαμηλόφωνα η «Σονάτα του Σεληνόφωτος», μόνο το πρώτο μέρος. Ο νέος θα κατηφορίζει τώρα με ένα ειρωνικό κι ίσως συμπονετικό χαμόγελο στα καλογραμμένα χείλη του και με ένα συναίσθημα απελευθέρωσης. Όταν θα φτάσει ακριβώς στον Αη-Νικόλα, πριν κατεβει τη μαρμαρίνη σκάλα, θα γελάσει, -ένα γέλιο δυνατό, ασυγκράτητο. Το γέλιο του δε θα ακουστεί καθόλου ανάρμοστα κάτω από το φεγγάρι. Ίσως το μόνο ανάρμοστο να ναι το οτι δεν είναι καθόλου ανάρμοστο. Σε λίγο, ο Νέος θα σωπάσει, θα σοβαρευτεί καα θα πει «Η παρακμή μιας εποχής». Έτσι, ολότελα ήσυχος πιά, θα ξεκουμπώσει πάλι το πουκάμισό του και θα τραβήξει το δρόμο του. Όσο για τη γυναίκα με τα μαύρα, δεν ξέρω αν βγήκε τελικά από το σπίτι. Το φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Και στις γωνιές του δωματίου οι σκιές σφίγγονται από μίαν αβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν οργή, Όχι τόσο για τη ζωή όσο για την άχρηστη εξομολόγηση. Ακούτε; το ραδιόφωνο συνεχίζει. 


Περισσότερη Μελίνα εδώ: http://tzeni-tzeni.blogspot.com/p/blog-page.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Θανατική Ποινή:Δεν μου αξίζει να ζω σε έναν κόσμο που ακόμη ο Άνθρωπος σκοτώνει τον Άνθρωπο.

Θανατική Ποινή:Δεν μου αξίζει να ζω σε έναν κόσμο που ακόμη ο Άνθρωπος σκοτώνει τον Άνθρωπο.
Amnesty international. Stop Death Penalty

Et in Arcadia Ego

Et in Arcadia Ego